- μαϊμουδίζω
- 1. μιμούμαι τη μαϊμού, πιθηκίζω2. κάνω ακριβώς ό,τι κάνει κάποιος, μιμούμαι κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού πληθ. μαϊμούδες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαϊμουδίζω — βλ. πίν. 33 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαϊμουδίζω — 1. αμτβ., μιμούμαι τις μαϊμούδες, πιθηκίζω. 2. μτβ., μιμούμαι κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαϊμουδίστικος — η, ο [μαϊμουδίζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μαϊμού ή αυτός που μοιάζει με μαϊμού, πιθηκοειδής, πιθηκόμορφος («μαϊμουδίστικα καμώματα» … Dictionary of Greek
μαϊμουδισμός — ο [μαϊμουδίζω] 1. το να φέρεται κάποιος σαν τη μαϊμού 2. ανόητη και γελοία μίμηση … Dictionary of Greek
μαϊμούδισμα — το [μαϊμουδίζω] μαϊμουδισμός … Dictionary of Greek
πιθηκίζω — ΝΜΑ [πίθηκος] φέρομαι σαν πίθηκος, μιμούμαι τους πιθήκους νεοελλ. μιμούμαι τους άλλους ανθρώπους με τρόπο ανόητο και αδέξιο, μαϊμουδίζω αρχ. (ενεργ. και μέσ.) (ιδίως για κόλακες) φέρομαι σε κάποιον σαν πίθηκος, κολακεύω με γελοίο τρόπο κάποιον,… … Dictionary of Greek
πιθηκίζω — μιμούμαι όπως ο πίθηκος, μαϊμουδίζω: Πολλοί πιθηκίζουν τους τρόπους των ξένων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)